(Σύνδεση με τα προηγούμενα)
Η σιόρα Επιστήμη δέχεται την επίσκεψη του θείου του Αντρέα. Της ζητάει 1.000 τάλαρα για προίκα. Αυτή επιμένει ότι μόνο 300 μπορεί να δώσει. Ο Αντρέας, όταν μαθαίνει την τελική απάντησή της, αποφασίζει να δουλέψει, για να ξεχρεώσει το σπίτι, που πρόκειται να πουληθεί. Εγκαταλείπει στο σπίτι τη Ρήνη, που είναι έγκυος, ψαρεύει και πουλάει τα ψάρια στην αγορά. Εκεί τον βρήκε η σιόρα Επιστήμη και του ζητάει να συζητήσουν. Αυτός δε δέχεται και τη διώχνει. Στην απελπισία της αρπάζει ένα μαχαίρι και τον χτυπάει σκληρά στο μπράτσο. Ενώ την πιάνουν οι αστυνομικοί, λέει του Αντρέα: «Μη μου χάσεις το σπίτι μου. Πάρ' το κλειδί του κομού και σύρε να σου τα δώκει όλα όσα έχω ο άντρας μου, όλα, μόνο διαφέντεψέ* με στο δικαστήριο. Ανάθεμά τα τα τάλαρα!».
Ο Αντρέας, που η πληγή του είναι επιπόλαιη, τρέχει χαρούμενος στο σπίτι του. Δε βρίσκει τη Ρήνη. Πηγαίνει έπειτα στο σπίτι της και της λέει τα νέα.
* διαφεντεύω: υπερασπίζομαι
* διαφεντεύω: υπερασπίζομαι
[Ανάθεμά τα τα τάλαρα]
Εκείνη εκοίταξε πονεμένη τα αδέρφια της, εκατέβασε το βλέφαρο και δεν του αποκρίθηκε.
«Γιατί δε χαίρεσαι;», την ερώτησε.
Κι αυτήν τη στιγμή εμπήκε στο σπίτι ο γέροντας ο Τρίνκουλος. Ετρεμε όλος, αχνός, λιγνός, φοβισμένος, με μάτια που το κρασί από τόσα χρόνια τού τα 'χε θολώσει. Μα τώρα ήταν ξενέρωτος κι εδάκρυζε. Είχε ακούσει τα τελευταία τα λόγια του Αντρέα κι αγκάλιασε μ' αγάπη τη θυγατέρα του. Κι εκεί δεν εμπόρεσε πλια να βαστάξει. Ενα αναφιλητό βαρύ βαρύ του ετίναξε τα στήθη κι εμούγκρισε για να μην ξεφωνίσει το κλάμα.
Κι ο Αντρέας στενοχωρημένος εκοίταζε τα δύο πλάσματα, που αγαπιόνταν, που υπόφερναν εξαιτίας του και που τώρα δεν εμιλούσαν.
Τέλος ο πατέρας της είπε, σφίγγοντάς τη στην αγκαλιά του: «Σ' εδυστύχεψε!». Δεν είπε ποιος. Ο νους του ήταν ίσως για τη γυναίκα του, μα ο Αντρέας ενόμισε πως τα λόγια τον εχτυπούσαν εκείνον, κι είπε: «Εφταιξα. Μα τώρα εδιορθωθήκανε όλα. Την Κυριακή βάζω στεφάνι. Εδώ τα κλειδιά του κομού, είπε να μου τα δώκεις τα χίλια».
«Και ξαναγοράζεις», του 'πε η Ρήνη πικρά, «και την αγάπη; Ω, τι έκαμες!»,. Κι εβάλθηκε να κλαίει.
«Την αγάπη;», ερώτησε αχνίζοντας. «Και δεν την έχω;».
«Οχι!», του αποκρίθηκε, «όχι! για λίγα χρήματα ήσουνε έτοιμος να με πουλήσεις και χωρίς αυτά δε μ' έπαιρνες, πάει τώρα η αγάπη. Επέταξε το πουλί!».
«Θα ξανάρθει», της απολογήθηκε λυπημένος, «στη ζεστή τη φωλιά του. Η ζωή μας θα 'ναι παράδεισος!».
«Οχι!», του 'πε. «Επειτα απ' ό,τι έκαμες όχι! κι α σ' αγαπούσα, δε θα ερχόμουνα μαζί σου. Είμαι δουλεύτρα, ποιόνε έχω ανάγκη;». Και σε μία στιγμή ξακολούθησε:
«Γιατί ν' αδικηθούν τα αδέρφια μου;».
«Σ' εδυστύχεψε!», είπε πάλι πικρά ο πατέρας, που τώρα ήταν ξενέρωτος.
«Γιατί να μην τα δώσει από την αρχή όπως τση τό 'πα; Ανάθεμά τα τα τάλαρα!». «Πάμε!», είπε ο Αντρέας.
«Οχι!», του 'πε μ' απόφαση. «Εδώ είναι ο χωρισμός μας, θα πάω σε ξένα μέρη, σε ξένον κόσμο, σ' άλλους τόπους. θα δουλέψω για με και για να κουναρήσω* το παιδί που θα γεννηθεί. Θα μου δώσει η μάνα γράμματα για να 'βρω αλλού εργασία. θα τα πάρει από τες κυράδες της. Οχι, δεν έρχομαι! Είμαι δουλεύτρα, ποιόνε έχω ανάγκη;».
Κι έπειτα από μία στιγμή σα ν' απαντούσε σε κάποια της σκέψη εξαναφώναξε: «Δεν έρχομαι, δεν έρχομαι!».
Ο Αντρέας την εκοίταξε ξεταστικά κι εκατάλαβε πως όλα τα λόγια θα 'ταν χαμένα. «Ανάθεμά τα τα τάλαρα!» εφώναξε πάλι απελπισμένος. «Πάει η ευτυχία μου!». Κι εβγήκε στο δρόμο.
* κουναρώ: μεγαλώνω, αναθρέφω
Κωνσταντίνος Θεοτόκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου