Ένας κουρελιάρης γέρος έσερνε τα κουρέλια του -τα κουρέλια του ρουχισμού του, της ηλικίας του, της ψυχής του και της τύχης του- στο μεγάλο δρόμο. Έσερνε μαζί του, το κρατούσε μ΄ ευλάβεια στο χέρι του, σαν ανεκτίμητο χρυσαφικό, ένα σκουριασμένο, τσακισμένο πέταλο. Χωρίς άλλο, το είχε σηκώσει από κάπου, βρέσιμο του δρόμου -«του φτωχού το βρέσιμο ή καρφί ή πέταλο»,
λέει και η παροιμία, και το πήγαινε στο σπίτι του. Άλλοι κουβαλούσαν,
την πρωινή εκείνη ώρα, ψώνια από την Αγορά, φαγώσιμα, λιχουδιές, φρούτα.
Αυτός κουβαλούσε ένα πέταλο.
-Τι μας έφερες, παππού;
-Ένα πέταλο. Το βρήκα στο δρόμο, εκεί, που πήγαινα. Τυχερό ήτανε. Φέρτε κανένα κορδελάκι να το κρεμάσουμε. Φέρνει γούρι, μεγάλο γούρι.
Γούρι!
Γιατί τώρα ένα πέταλο, ένα βασανισμένο πέταλο, που έλιωσε, δέρνοντας τη
γη, στο πόδι ενός βασανισμένου αλόγου, φέρνει τύχη στον άνθρωπο, είναι
από τα πιο παράξενα μυστήρια της Μοίρας. Και το βρήκε ο φτωχός στο δρόμο
του. Εξαιρετική εύνοια, βέβαια, των μυστικών θεών, που κυβερνούν τη ζωή.
Μπορούσε, ο φτωχός να βρει στο δρόμο του ένα πουγγί με φλουριά, ένα
μονόπετρο διαμαντένιο δαχτυλίδι ή ένα περιδέραιο από μαργαριτάρια. Πόσοι
δε βρίσκουν και κάνουν την τύχη τους! Αυτή όμως είναι μια τύχη απλή και
φωτεινή, είναι η τύχη των ευτυχισμένων ανθρώπων. Η Μοίρα των φτωχών και
των δυστυχισμένων είναι μία Μοίρα, που αγαπά τα περίπλοκα και σκοτεινά
μέσα. Αυτή στέλνει στους ευνοούμενούς της ένα πέταλο. Τι είναι ένα
πέταλο; Δεν μπορεί να το ανταλλάξει ο φτωχός, ούτε με μία φέτα ψωμί. Το
σκουριασμένο όμως αυτό πέταλο κρύβει μέσα του όλες τις απόκρυφες εύνοιες
της Μοίρας. Φτάνει να έχει κανείς υπομονή και προ πάντων να μη βιαστεί
να πεθάνει από την πείνα. Κάποτε η τύχη θα μπει από το παράθυρό του και θα τον πλημμυρίσει με όλα τα αγαθά.
Και ο τρισάθλιος κουρελιάρης κουβαλούσε το πέταλο στο σπίτι του. Δεν είχε τίποτε άλλο να κουβαλήσει. Κουβαλούσε το μυστήριο.
-Τι
το θέλεις και το σέρνεις μαζί σου, δυστυχισμένε, αυτό το παλιοσίδερο;
του είπε κάποιος, που δεν καταλάβαινε πολλά πράματα. Δεν του δίνεις μια
να το πετάξεις;
Ο κουρελιάρης τον κοίταξε μ΄ έναν περίεργο τρόπο. Ανόητος ήτανε; Να πετάξει το πέταλο; Το βρέσιμό του; Το δώρο της Μοίρας του; Την ελπίδα του και την απαντοχή του; Δεν καταδέχτηκε να του απαντήσει. Έσφιξε το πέταλο στη φούχτα του και τράβηξε το δρόμο του.
Παύλος Νιρβάνας-Μικρές ιστορίες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου