Όταν ήμουν μικρός, πέθανε ο παππούς μου, που ήταν γλύπτης.
Ήταν επίσης ένας πολύ καλοσυνάτος άνθρωπος που είχε πολλή αγάπη να δώσει στον κόσμο και βοήθησε να καθαρίσει η φτωχογειτονιά στην πόλη μας. Μας έφτιαχνε παιχνίδια κι έκανε χίλια-δυο πράγματα στη ζωή του. Πάντα κάτι έφτιαχνε με τα χέρια του.
Κι όταν πέθανε, συνειδητοποίησα ξαφνικά ότι δεν έκλαιγα γι’ αυτόν αλλά για τα πράγματα που έκανε. Έκλαιγα γιατί δεν θα τα ξανάκανε.
Ποτέ ξανά δε θα σκάλιζε ένα ξύλο, δε θα μας βοηθούσε να φροντίσουμε μικρά περιστέρια στην πίσω αυλή, δε θα έπαιζε βιολί με τον δικό του τρόπο, δε θα ξανάλεγε αστεία όπως εκείνος ήξερε.
Ήταν ένα κομμάτι μας και, όταν πέθανε, όλα όσα έκανε σταμάτησαν ακαριαία και δεν υπήρχε κανείς να τα κάνει όπως αυτός. Ήταν ξεχωριστός. Ήταν ένας σημαντικός άνθρωπος. Δεν ξεπέρασα ποτέ το θάνατό του.
Έπλαθε τον κόσμο. Έκανε πράγματα στον κόσμο. Ο κόσμος έχασε δέκα εκατομμύρια όμορφες πράξεις εκείνο το βράδυ που πέθανε.
Όλοι πρέπει ν’ αφήνουν κάτι πίσω τους όταν πεθαίνουν, έλεγε ο παππούς μου. Ένα παιδί, ένα βιβλίο, έναν πίνακα, ένα σπίτι, έναν τοίχο που θα χτίσουν, ένα ζευγάρι παπούτσια που θα φτιάξουν. Ή έναν κήπο που θα φυτέψουν.
Δεν έχει σημασία τι θα κάνεις, αρκεί ν’ αλλάξεις κάτι, απ’ ό,τι ήταν πριν το αγγίξεις σε κάτι που είναι σαν κι εσένα αφού το αφήσεις από τα χέρια σου.
Η διαφορά ανάμεσα σ’ εκείνον που απλώς κουρεύει το γρασίδι κι έναν πραγματικό κηπουρό είναι στο άγγιγμα. Ο πρώτος θα μπορούσε και να μην είχε υπάρξει ποτέ εκεί, ο κηπουρός θα είναι εκεί για μια ζωή.
Πάνε τόσα χρόνια που πέθανε ο παππούς, αλλά αν άνοιγες το κρανίο μου, μα το Θεό, θα έβρισκες στους έλικες του εγκεφάλου μου το αποτύπωμά του. Με άγγιξε.
Απόσπασμα από το «Fahrenheit 451″ του Ray Bradbury
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου