Η Ζωή θέλει να την αγαπάνε.
Να την αγαπάνε χωρίς παζαρέματα, πολύ και αλογάριαστα.
Μικρή κατάλαβε πως για να τα καταφέρει, έπρεπε πρώτα ν΄ αγαπήσει αυτή τους ανθρώπους ή τουλάχιστον να κάνει πως τους αγαπά…
Αγαπούσε όπως πεινούσε, όπως διψούσε, όπως πονούσε, όπως γελούσε.
Το δίχτυ της Ζωής ήταν σοφά πλεγμένο. Είχε κι άλλες κλωστές πολύ γερές.
Άνοιγε τις χούφτες της και σκόρπιζε το παιδικό της βιος.
Χάριζε τα βιβλία της, τα μολύβια της, τις πέννες της, τις ζωγραφιές της, τα παιχνίδια της. Κρυφά από τους δικούς της χάρισε το χρυσό σταυρό της, το δαχτυλιδάκια της, μια παλιά καρφίτσα της γιαγιάς. Έψαχνε στα συρτάρια, κάτι να βρει ακόμα, να το χαρίσει κι αυτό, να γίνει ένας παραπανίσιος κρίκος στην αλυσίδα που θα την έδενε με τους ανθρώπους.
Αγωνιζόταν.
Η λαχτάρα της γινόταν ορμητικό ποτάμι και παράσερνε τα εμπόδια.
Όχι, όχι δεν ήτανε παιχνίδι. Ήταν αγωνία. Παιδιάστικη αγωνία.
Η μητέρα το ΄χε καταλάβει και της παραστεκότανε χωρίς πολλά λόγια. Ένιωθε τη μοναξιά που τρόμαζε το παιδί της, ίσως γιατί την ήξερε, τη φοβόταν. Έλεγε στη Ζωή:
«Να εμπιστεύεσαι τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος είσαι 'συ».
«Όταν ο ήλιος»
Ζωρζ Σαρή
William-Adolphe Bouguereau, Γάλλος ζωγράφος (1825-1905) |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου