Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013

Poliahu-η πανέμορφη θεότητα του χιονιού

Στη μυθολογία της Χαβάης υπάρχουν τέσσερις θεότητες του χιονιού. Μία από αυτές ονομάζεται Poliahu. Η κατοικία της ήταν το ηφαίστειο Μάουνα Κέα, το οποίο εάν μετρηθεί από τον πυθμένα του ωκεανού είναι το ψηλότερο βουνό του κόσμου.


Annette Winkler

Σύμφωνα με το θρύλο που υπάρχει, η Poliahu συνάντησε τον Aiwohikupua στην ανατολική πλευρά του ηφαιστείου. Ερωτεύτηκαν και ο  Aiwohikupua πήρε την Poliahu στην πατρίδα του. Εκεί η Poliahu ανακάλυψε ότι ο αγαπημένος της ήταν ήδη αρραβωνιασμένος με την πριγκίπισσα του Μάουι. Απογοητευμένη, καταράστηκε την αντίζηλό της να παγώσει μέχρι το κόκαλο και μετά ο πάγος να γίνει καυτή φωτιά. Η πριγκίπισσα του Μάουι εγκατάλειψε τον Aiwohikupua, ο οποίος δεν γλύτωσε κι αυτός από την δύναμη της Poliahu. Τον καταράστηκε να παγώσει μέχρι θανάτου.

Υπάρχει και δεύτερος θρύλος που συνδέεται με την Poliahu. Έχει ως εξής: Σε έναν αγώνα με έλκηθρα, ένας όμορφος άντρας προκάλεσε την Poliahu. Δύο φορές τον νίκησε, όμως την τρίτη ο ξένος άντρας προσπάθησε να εμποδίσει την Poliahu, για να μην νικήσει ξανά. Έριξε καυτή λάβα μπροστά της και αποκαλύφθηκε-ήταν ο θεός της φωτιάς και του ηφαιστείου, ο Pele. 

Η Poliahu έτρεξε προς την κορυφή του βουνού, παραπαίοντας. Όταν ανέκτησε την ψυχραιμία και τη δύναμή της, έριξε χιόνι πάνω στη λάβα και την πάγωσε, περιορίζοντάς την στο νότιο άκρο του νησιού. Λέγεται ότι από εκείνη την ημέρα ο Pele είναι ο κυρίαρχος των ηφαιστείων Kīlauea and Mauna Loa, αλλά η βόρεια πλευρά του νησιού ανήκει στην Poliahu.

Η ομορφιά και των τεσσάρων θεοτήτων του χιονιού, στην μυθολογία της Χαβάης, είναι εξωπραγματική. 
Η Poliahu όμως είναι αυτή που ξεχωρίζει!


George Zadorozhnyuk

Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2013

Αυτός, ίσως, είναι ο μόνος ανθρώπινος δρόμος της λύτρωσης

Νίκου Καζαντζάκη: Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά.

Στο παρακάτω απόσπασμα: Η μαντάμ Ορτάνς -που είναι ένα από τα κύρια πρόσωπα του μυθιστορήματος επειδή ήταν συνδεδεμένη με τον Ζορμπά- έχει πεθάνει και ο συγγραφέας με τον Ζορμπά επιστρέφουν από την κηδεία της.)   

Προχωρούσαμε αμίλητοι μέσα από τα στενά δρομάκια του χωριού. Τα σπίτια μαυρολογούσαν ολοσκότεινα, κάπου ένα σκυλί γάβγιζε, κάποιο βόδι αναστέναζε. Κάποτε μας έρχουνταν στο φύσημα του αγέρα εύθυμα, αναβρυτά, σαν παιγνιδιάρικα νερά, τα κουδουνάκια της λύρας. 
Βγήκαμε από το χωριό, πήραμε το δρόμο κατά το ακρογιάλι μας. 
-Ζορμπά, είπα, για να κόψω τη βαριά σιωπή, τι αγέρας είναι ετούτος; Νοτιάς; 
Μα ο Ζορμπάς πήγαινε μπροστά, κρατώντας σα φανάρι το κλουβί με το παπαγάλο και δεν αποκρίθηκε. 
Όταν φτάσαμε στο ακρογιάλι μας, ο Ζορμπάς στράφηκε: 
-Πεινάς, αφεντικό; ρώτησε. 
-Όχι, δεν πεινώ, Ζορμπά. 
-Νυστάζεις; 
-Όχι. 
-Μήτε εγώ. Ας καθίσουμε στα χοχλάδια, έχω κάτι να σε ρωτήσω. 

Ήμασταν και οι δυο κουρασμένοι, μα δε θέλαμε να κοιμηθούμε. Δε θέλαμε να χάσουμε το φαρμάκι της μέρας ετούτης, ο ύπνος μας φαίνουνταν σα μια φυγή σε ώρα κιντύνου και ντρεπόμασταν να κοιμηθούμε. 
Καθίσαμε στην άκρα της θάλασσας∙ έβαλε ο Ζορμπάς το κλουβί ανάμεσα στα γόνατά του και κάμποση ώρα σώπαινε. Ένας φοβερός αστερισμός ανέβηκε από το βουνό, πολυόματο τέρας με στρουφιχτήν ουρά, κάπου κάπου ένα αστέρι ξεκολλούσε κι έπεφτε. 
Ο Ζορμπάς κοίταξε τ' αστέρια, με το στόμα ανοιχτό, σα να τά 'βλεπε για πρώτη φορά. 
-Τι γίνεται εκεί απάνω! μουρμούρισε.  
Και σε λίγο πήρε την απόφαση, μίλησε. 
-Ξέρεις να μου πεις, αφεντικό, είπε κι η φωνή του ασκώθηκε επίσημη, συγκινημένη μέσα στη ζεστή νύχτα, ξέρεις να μου πεις τι πάει να πουν όλα αυτά; Ποιος τα έκαμε; Γιατί τα έκαμε; Και πάνω απ' όλα, ετούτο (η φωνή του Ζορμπά ήταν γεμάτη θυμό και τρόμο): Γιατί να πεθαίνουμε; 
-Δεν ξέρω, Ζορμπά! αποκρίθηκα, και ντράπηκα σα να με ρωτούσαν το πιο απλό πράμα, το πιο απαραίτητο, και δεν μπορούσα να το εξηγήσω. 
-Δεν ξέρεις! έκαμε ο Ζορμπάς και τα μάτια του γούρλωσαν. 
Όμοια γούρλωσαν και μιαν άλλη νύχτα, όταν με ρώτησε αν χορεύω και του αποκρίθηκα πως δεν ξέρω χορό. Σώπασε λίγο, άξαφνα ξέσπασε: 
-Τότε τι ναι αυτά τα παλιόχαρτα που διαβάζεις; Γιατί τα διαβάζεις; Άμα δεν λένε αυτό τι λένε; 
-Λένε τη στενοχώρια του ανθρώπου που δεν μπορεί ν' απαντήσει σε αυτά που ρωτάς, Ζορμπά, αποκρίθηκα. 
-Να τη βράσω τη στενοχώρια τους! έκαμε ο Ζορμπάς χτυπώντας με αγανάχτηση το πόδι του στις πέτρες. 

Ο παπαγάλος στις ξαφνικές φωνές τινάχτηκε απάνω: 
-Καναβάρο! Καναβάρο! έσκουζε σα να ζητούσε βοήθεια. 
-Σκασμός και συ! έκαμε ο Ζορμπάς κι έδωκε μια γροθιά στο κλουβί. Στράφηκε πάλι σε μένα 
-Εγώ θέλω να μου πεις από που ερχόμαστε και που πάμε. Του λόγου σου τόσα χρόνια μαράζωσες απάνω στις Σολομωνικές∙ θα ‘χεις στύψει δυο τρεις χιλιάδες οκάδες χαρτί∙ τι ζουμί έβγαλες; 

Τόση αγωνία είχε η φωνή του Ζορμπά, που η πνοή μου κόπηκε, αχ, να μπορούσα να του ‘δινα μια απόκριση! Ένιωθα βαθιά πως το ανώτατο που μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος δεν είναι η Γνώση, μήτε η Αρετή, μήτε η Καλοσύνη, μήτε η Νίκη∙ μα κάτι άλλο πιο αψηλό, πιο ηρωικό κι απελπισμένο: Το Δέος, ο ιερός τρόμος. Τι ‘ναι πέρα από τον ιερό τρόμο; ο νους του ανθρώπου δεν μπορεί να προχωρέσει. 

-Δεν απαντάς; έκαμε ο Ζορμπάς με αγωνία. 
Δοκίμασα να δώσω στο σύντροφό μου να καταλάβει τι είναι ο ιερός τρόμος: 
-Είμαστε σκουληκάκια μικρά μικρά, Ζορμπά, αποκρίθηκα, απάνω σ' ένα φυλλαράκι γιγάντιου δέντρου. Το φυλλαράκι αυτό είναι η γης μας∙ τ' άλλα φύλλα είναι τ' αστέρια που βλέπεις να κουνιούνται μέσα στη νύχτα. Σουρνόμαστε απάνω στο φυλλαράκι μας, και το ψαχουλεύουμε με λαχτάρα∙ τ' οσμιζόμαστε, μυρίζει, βρωμάει∙ το γευόμαστε, τρώγεται∙ το χτυπούμε, αντηχάει και φωνάζει σαν πράμα ζωντανό. 
Μερικοί άνθρωποι, οι πιο ατρόμητοι, φτάνουν ως την άκρα του φύλλου∙ από την άκρα αυτή σκύβουμε, με τα μάτια ανοιχτά, τα αυτιά ανοιχτά, κάτω στο χάος. Ανατριχιάζουμε. Μαντεύουμε κάτω μας το φοβερό γκρεμό, ακούμε ανάρια ανάρια το θρο που κάνουν τα φύλλα του γιγάντιου δέντρου, νιώθουμε το χυμό ν’ ανεβαίνει από τις ρίζες του δέντρου και να φουσκώνει την καρδιά μας. Κι έτσι σκυμμένοι στην άβυσσο, νογούμε σύγκορμα, σύψυχα, να μας κυριεύει τρόμος. 
Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει... 

Σταμάτησα. Ήθελα να πω: «Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει η ποίηση», μα ο Ζορμπάς δε θα καταλάβαινε και σώπασα. 
-Τι αρχίζει; ρώτησε ο Ζορμπάς με λαχτάρα. Γιατί σταμάτησες; 
-...Αρχίζει ο μεγάλος κίντυνος, Ζορμπά, είπα. Άλλοι ζαλίζουνται και παραμιλούν, άλλοι φοβούνται και μοχτούν να βρουν μιαν απάντηση, που να τους στυλώνει την καρδιά και λένε: "Θεός"∙ άλλοι κοιτάζουν από την άκρα του φύλλου το γκρεμό ήσυχα, παλικαρίσια και λένε: «Μου αρέσει». 

Ο Ζορμπάς συλλογίστηκε κάμποση ώρα∙ βασανίζουνταν να καταλάβει. 
-Εγώ, είπε τέλος, κοιτάζω κάθε στιγμή το θάνατο∙ τον κοιτάζω και δεν φοβούμαι. Όμως και ποτέ, ποτέ δε λέω: Μου αρέσει. Όχι, δε μου αρέσει καθόλου! Δεν είμαι λεύτερος; Δεν υπογράφω! 
Σώπασε, μα γρήγορα φώναξε πάλι: 
-Όχι, δε θ' απλώσω εγώ στο Χάρο το λαιμό μου σαν αρνί και να του πω: «σφάξε με, αγά μου, ν' αγιάσω!» 
Δε μιλούσα∙ στράφηκε, με κοίταξε ο Ζορμπάς θυμωμένος. 
-Δεν είμαι λεύτερος; ξαναφώναξε. 

Δε μιλούσα. Να λες «Ναι!» στην ανάγκη, να μετουσιώνεις το αναπόφευγο σε δικιά σου λεύτερη βούληση -αυτός, ίσως, είναι ο μόνος ανθρώπινος δρόμος της λύτρωσης. Το 'ξερα, και γι αυτό δε μιλούσα. 
Ο Ζορμπάς είδε πως δεν είχα πια τίποτα να πω, πήρε το κλουβί σιγά σιγά, να μην ξυπνήσει ο παπαγάλος, το τοποθέτησε δίπλα από το κεφάλι του και ξάπλωσε. 
-Καληνύχτα, αφεντικό, είπε∙ φτάνει. 

Ζεστός νοτιάς φυσούσε πέρα από το Μισίρι και μέστωνε τα τζερτζεβατικά και τα φρούτα και τα στήθια της Κρήτης. Τον δέχουμουν να περιχύνεται στο μέτωπο, στα χείλια μου και στο λαιμό, κι έτριζε και μεγάλωνε, σα να ‘ταν πωρικό, το μυαλό μου. 
Δεν μπορούσα να κοιμηθώ, δεν ήθελα. Δε συλλογίζουμουν τίποτα∙ ένιωθα μονάχα, στη ζεστή ετούτη νυχτιά, κάτι μέσα μου, να μεστώνει. Έβλεπα, ζούσα καθαρά το καταπληχτικό ετούτο θέαμα: ν' αλλάζω. 
Ό,τι γίνεται πάντα στα πιο σκοτεινά υπόγεια του στήθους μας, γίνουνταν τώρα φανερά, ξέσκεπα, μπροστά μου. Κουκουβιστός στην άκρα της θάλασσας, παρακολουθούσα το θάμα. 

Τ' αστέρια θάμπωσαν, ο ουρανός φωτίστηκε, κι απάνω στο φως χαράχτηκαν με ψιλό κοντύλι τα βουνά, τα δέντρα, οι γλάροι. Ξημέρωνε.

Vincent van Gogh, 1853-1890

Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2013

Ευτυχισμένη είναι η ψυχή


Ευτυχισμένη είναι η ψυχή που έχει κάτι να αναπολεί από το παρελθόν με περηφάνια και κάτι να προσδοκά από το μέλλον με ελπίδα.

Oliver G. Wilson, Αμερικανός ιεροκήρυκας

Bob Ross, Αμερικανός ζωγράφος (1942-1995)

Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2013

Vedran Smailović-Ο τσελίστας του Σεράγεβο

Σε αυτή την πολύ δυνατή φωτογραφία βλέπετε τον Vedran Smailović, γνωστό ως τσελίστα του Σεράγεβο . Η φωτογραφία τραβήχτηκε το 1992 κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Σεράγεβο, στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας.

Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας ο Smailović έπαιζε συχνά με το τσέλο του σε ερειπωμένα κτίρια. Ένα από αυτά ήταν η Εθνική Βιβλιοθήκη, όπου τραβήχτηκε και η φωτογραφία. Έπαιζε ακόμα σε κηδείες, έστω και αν οι κηδείες γίνονταν συχνά στόχοι από ελεύθερους σκοπευτές. Δραπέτευσε από την πόλη στα τέλη του 1993 και έκτοτε έχει συμμετάσχει σε πολλά μουσικά έργα ως ερμηνευτής, συνθέτης και μαέστρος.

Στις 6 Απριλίου 1992, κατά τη διάρκεια του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία, το Σεράγεβο περικυκλώθηκε από το Γιουγκοσλαβικό Εθνικό Στρατό και, ύστερα, από τον νεοσύστατο Σερβο-βοσνιακό στρατό. Τις δύο αυτές δυνάμεις πλαισίωσαν και ένας αριθμός Σέρβων παραστρατωτικών. Η πολιορκία και ο καθημερινός βομβαρδισμός του Σεράγεβο διήρκεσε μέχρι τον Οκτώβριο του 1995 και προκάλεσε τεράστιες καταστροφές και μετακινήσεις πληθυσμών. Υπολογίζεται ότι περίπου 10.000 Βόσνιοι σκοτώθηκαν ή χάθηκαν κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, μεταξύ των οποίων 1.500 παιδιά. Επιπλέον, περί τις 56.000 άνθρωποι τραυματίστηκαν, μεταξύ των οποίων 15.000 παιδιά.

Πολλά και σημαντικά κτίρια καταστράφηκαν ή υπέστησαν σοβαρές ζημιές. Ανάμεσά τους η Εθνική Βιβλιοθήκη η οποία καταστράφηκε ολοσχερώς. Μεταξύ των απωλειών ήταν 700 χειρόγραφα και παλαίτυπα και μια μοναδική συλλογή Βοσνιακών περιοδικών εκδόσεων. Πριν από την επίθεση, η βιβλιοθήκη κατείχε 1,5 εκατομμύρια τόμους και πάνω από 155.000 σπάνια βιβλία και χειρόγραφα. 
Πηγές 1 2 3 4