Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2016

Μαχάτμα Γκάντι


"Είναι καλύτερα να στέκεσαι όρθιος με σπασμένο και μπανταρισμένο κεφάλι, από το να σέρνεσαι με την κοιλιά για να γλιτώσεις το κεφάλι σου". 

Σαν σήμερα το 1948 δολοφονήθηκε από φανατικό ινδουιστή ο Ινδός πολιτικός Μαχάτμα Γκάντι (2 Οκτωβρίου 1869 - 30 Ιανουαρίου 1948), σε ηλικία 79 ετών, προκαλώντας την διεθνή συγκίνηση. Υπήρξε μεγάλος πολιτικός, στοχαστής και επαναστάτης ακτιβιστής, η κεντρική μορφή του εθνικού κινήματος για την ινδική ανεξαρτησία και εμπνευστής της μεθόδου παθητικής αντίστασης χωρίς τη χρήση βίας έναντι των καταπιεστών.


Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2016

Μια πίκρα


Tα πρώτα μου χρόνια τ' αξέχαστα  
τα 'ζησα κοντά στ' ακρογιάλι 
 στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,  
στη θάλασσα εκεί την πλατιά, τη μεγάλη.

Και κάθε φορά που μπροστά μου πρωτάνθιστη  
ζωούλα προβάλλει, 
 και βλέπω τα ονείρατα κι ακούω τα μιλήματα 
 των πρώτων μου χρόνων κοντά στ' ακρογιάλι, 

 στενάζεις, καρδιά μου το ίδιο αναστένασμα: 
Να ζούσα και πάλι  
στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,  
στη θάλασσα εκεί την πλατιά, τη μεγάλη.

Μια μένα είν' η μοίρα μου, μια μένα είν' η χάρη μου,  
δε γνώρισα κι άλλη:  
μια θάλασσα μέσα μου σα λίμνη γλυκόστρωτη 
 και σαν ωκεανός ανοιχτή και μεγάλη.

Και να! μες στον ύπνο μου την έφερε τ' όνειρο  
κοντά μου και πάλι  
τη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,  
τη θάλασσα εκεί την πλατιά τη μεγάλη.  

Κι εμέ, τρισαλίμονο! μια πίκρα με πίκραινε  
μια πίκρα μεγάλη, 
 και δε μου τη γλύκαινες, πανώριο ξαγνάντεμα 
της πρώτης λαχτάρας μου, καλό μου ακρογιάλι!  

Ποιά τάχα φουρτούνα φουρτούνιαζε μέσα μου  
και ποιά ανεμοζάλη, 
που δε μου την κοίμιζες και δεν την ανάπαυες,  
πανώριο ξαγνάντεμα, κοντά στ' ακρογιάλι; 

Μια πίκρα είν' αμίλητη, μια πίκρα είν' αξήγητη,  
μια πίκρα μεγάλη, 
 η πίκρα που είν' άσβηστη και μες στον παράδεισο  
τω(ν) πρώτω(ν) μας χρόνω(ν) κοντά στ' ακρογιάλι.

Κωστής Παλαμάς





Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2016

Το σοφό κορίτσι


Από τη Ρωσία, από τη συλλογή της Βέρα Ξενοφόντοβνα ντε Μπλούμενταλ, 1903  

Μια φορά κι έναν καιρό, σ' ένα χωριό στη μέση της μεγάλης ρωσικής στέπας, ζούσαν δύο αδέλφια. Ο ένας ήταν πλούσιος και τρανός, με τροφαντή γυναίκα και πολλά παιδιά, ο άλλος φτωχός και χήρος, με μόνη συντροφιά του την εφτάχρονη κόρη του.   
Μια μέρα τα δύο αδέλφια αποφάσισαν να πάνε στην πρωτεύουσα όπου, όπως κάθε χρόνο, γινόταν το μεγάλο παζάρι - ο πλούσιος με το όμορφο άτι του, ο φτωχός με τη φοράδα του. Δρόμο πήραν δρόμο άφησαν και, την ώρα που σουρούπωνε, είδαν μπροστά τους μια έρημη καλύβα. 
«Εδώ να περάσουμε τη νύχτα!» είπε ο πλούσιος. Ξεπέζεψαν, έδεσαν τα άλογα έξω από το καλυβάκι και έπεσαν να κοιμηθούν. Πολύ πρωί, τους ξύπνησαν χλιμιντρίσματα. Βγαίνουν στην πόρτα, και τι να δουν! Τα άλογα ήταν τρία! Το τρίτο ήταν ένα πουλαράκι, που το είχε γεννήσει η φοράδα τη νύχτα. Στεκόταν, μισοτρεκλίζοντας, πλάι στο άλογο του πλούσιου αδελφού.   
«Δικό μου είναι!», φώναξε ο Ντιμίτρι, ο πλούσιος.   
«Από ποΥ κι ως ποΥ;» ρώτησε ο Ιβάν, ο φτωχός. «Αφού το γέννησε η φοράδα μου!»   
«Ναι, αλλά στεκόταν πλάι στο άλογό μου!» απάντησε ο Ντιμίτρι.   

Τα δύο αδέλφια άρχισαν να μαλώνουν και κανένας δεν υποχωρούσε. Στο τέλος αποφάσισαν, μόλις φτάσουν στην πόλη, να ζητήσουν από τον βασιλιά να αποδώσει δικαιοσύνη.   
Έτσι κι έκαναν. Ο βασιλιάς τους δέχτηκε καθισμένος στον θρόνο του και τους άκουσε προσεκτικά. Από τα πρώτα τους κιόλας λόγια κατάλαβε ότι το πουλάρι ανήκε στον Ιβάν, επειδή όμως ήθελε να διασκεδάσει λιγάκι, είπε:   
«Πολύ μπερδεμένα μου τα λέτε εσείς οι δυο και δεν μπορώ να αποφασίσω. Θα δώσω, λοιπόν, το πουλάρι σ' όποιον μου πει ποιο πράγμα στον κόσμο είναι το γρηγορότερο, ποιο είναι το παχύτερο, ποιο είναι το απαλότερο και ποιο το πολυτιμότερο. Να έρθετε σε μία βδομάδα με τις απαντήσεις σας!».   

Τα αδέλφια πήραν αμίλητα τον δρόμο του γυρισμού. Ο πλούσιος πήγε κατευθείαν στο σπίτι του και εξιστόρησε όσα έγιναν στη γυναίκα του. 
«Μα, δεν σε ρώτησε και τίποτα δύσκολο ο βασιλιάς!», είπε εκείνη. «Να τι θα του απαντήσεις: Το γρηγορότερο πράγμα στον κόσμο είναι το άλογό σου, το παχύτερο το γουρούνι μας, το απαλότερο το πάπλωμά μας και το πολυτιμότερο ο μικρός μας γιος».  

 Ο φτωχός γύρισε στο φτωχικό του καταστενοχωρημένος. Πήρε την κορούλα του στην αγκαλιά του και της είπε όσα είχαν συμβεί. Εκείνη, σκέφτηκε λίγο και του απάντησε: «Να πεις στον βασιλιά ότι το γρηγορότερο πράγμα στον κόσμο είναι ο παγωμένος βόρειος άνεμος τον χειμώνα, το παχύτερο είναι το χώμα των χωραφιών της πατρίδας μας, το απαλότερο είναι το χάδι ενός παιδιού και το πολυτιμότερο είναι η τιμιότητα».   

Πέρασαν οι μέρες και τα δύο αδέλφια παρουσιάστηκαν και πάλι μπρος στον βασιλιά. Εκείνος ξεκαρδίστηκε με τις απαντήσεις του Ντιμίτρι, όμως άκουσε με προσοχή τον Ιβάν και θα του έδινε το πουλάρι στη στιγμή, αν δεν ήθελε να τον δοκιμάσει λίγο ακόμη.  
 «Εσύ τα σκέφτηκες όλα αυτά;» τον ρώτησε.   
«Οχι, εγώ, μεγαλειότατε», απάντησε ο Ιβάν, «η εφτάχρονη κορούλα μου».   
«Για να δούμε αν είναι τόσο έξυπνη όσο φαίνεται», είπε ο βασιλιάς. «Σε εφτά ημέρες να τη φέρεις στο παλάτι. Να εμφανιστεί όμως μπροστά μου ούτε γυμνή ούτε ντυμένη ούτε πεζή ούτε καβάλα σ' άλογο ούτε με δώρα ούτε με άδεια χέρια. Αν τα καταφέρει, θα πάρεις και το πουλάρι και εκατό ασημένια δουκάτα».   

Ο Ιβάν γύρισε σπίτι ακόμα πιο στενοχωρημένος. Είπε δακρυσμένος στην κόρη του τι ζητούσε ο βασιλιάς, εκείνη όμως, χωρίς να ταραχτεί καθόλου, του ζήτησε να της φέρει έναν λαγό και μια πέρδικα και να πάψει να ανησυχεί.   
Έφτασε η μεγάλη μέρα... Πλήθος κόσμου είχε συγκεντρωθεί στο παλάτι, περιμένοντας να δει πώς θα εμφανιζόταν η κορούλα του Ιβάν μπροστά στον βασιλιά. Κι εκείνη, ήρθε τυλιγμένη σε ένα ψαράδικο δίχτυ, καβάλα σ' έναν λαγό, κρατώντας στα χέρια της μια πέρδικα.  
 «Ωραία!» φώναξε ο βασιλιάς. «Δεν είναι ούτε γυμνή ούτε ντυμένη ούτε πεζή ούτε καβάλα σ' άλογο. Τα χέρια της όμως είναι γεμάτα!» Τότε το κοριτσάκι άνοιξε τα δάχτυλα και η πέρδικα πέταξε στον αέρα. Θαυμάζοντας την εξυπνάδα του κοριτσιού, ο βασιλιάς τη ρώτησε με γλυκιά φωνή:   
«Τόσο φτωχοί είστε, λοιπόν; Τόσο πολύ χρειάζεστε το πουλάρι;»   «Ναι, μεγαλειότατε!», απάντησε το κοριτσάκι. «Ζούμε με τους λαγούς που πιάνει ο πατέρας μου απ' το ποτάμι και με τα ψάρια που μαζεύει από τα δέντρα».   
«Αχά!», φώναξε θριαμβευτικά ο βασιλιάς. «Να που δεν είσαι και τόσο έξυπνη! Πού ακούστηκε να υπάρχουν λαγοί στα ποτάμια και ψάρια στα δέντρα;»   
«Και πού ακούστηκε αρσενικό άλογο να γεννάει πουλάρι;», απάντησε το κοριτσάκι.  

Τραντάχτηκε το παλάτι από τα γέλια και τα χειροκροτήματα. Ο βασιλιάς διέταξε να δοθούν αμέσως στον Ιβάν το πουλάρι και τα δουκάτα και δήλωσε με δυνατή φωνή:   
«Μονάχα στο βασίλειό μου θα μπορούσε να γεννηθεί ένα τόσο σοφό κορίτσι!»



Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2016

Γιόμο Κενυάτα

Ο Γιόμο Κενυάτα (1891 -  1978) ήταν ο ηγέτης της Κένυας από την ανεξαρτησία της το 1963 έως το θάνατό του το 1978, υπηρετώντας πρώτα ως πρωθυπουργός (1963-1964) και στη συνέχεια ως πρόεδρος (1964-1978). Θεωρείται ο ιδρυτής πατέρας του έθνους της Κένυας.

Ο Γιόμο Κενυάτα ήταν ο ηγέτης του απελευθερωτικού κινήματος της Κένυας και το 1953 είχε καταδικαστεί σε καταναγκαστικά έργα, καθώς οι Βρετανοί προσπαθούσαν με κάθε μέσο να διατηρήσουν την αποικιακή αυτοκρατορία τους που κατέρρεε. Η παγκόσμια κατακραυγή ώθησε και άλλους Αφρικανούς ηγέτες να ασκήσουν έντονες πιέσεις, προκειμένου να πετύχουν την απελευθέρωσή του.  

Ύστερα από περίπου εννέα χρόνια φυλάκισης και κατ' οίκον περιορισμού, στις 14 Αυγούστου του 1961, ο ηγέτης των Μάου Μάου και μετέπειτα πρόεδρος της Κένυας, Γιόμο Κενυάτα, απελευθερώθηκε και επέστρεψε στο σπίτι του στο Γκατούντου κοντά στο Ναϊρόμπι, όπου έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τους οπαδούς του. Μία εβδομάδα μετά την επιστροφή του στο Γκατούντου, Βρετανός αξιωματούχος τού παρέδωσε επισήμως την εντολή με την οποία τέθηκε τέρμα στους περιοριστικούς όρους, το χρυσό δαχτυλίδι του και το μαύρο μπαστούνι του, σύμβολα της επιστροφής του στην ελευθερία.  

Λίγο αργότερα ο Γιόμο Κενυάτα πήρε μέρος στη διάσκεψη στο Λονδίνο, στην οποία εξετάστηκε το μέλλον της αποικίας. Το 1963 έγινε πρωθυπουργός της Κένυας και ένα χρόνο αργότερα, μετά την ανεξαρτησία της χώρας, ανέλαβε πρόεδρος.  

Ο Κενυάτα ήταν ένας μορφωμένος διανοούμενος που έχει συγγράψει αρκετά βιβλία και έχει μείνει στην ιστορία ως Παναφρικανιστής. Είναι επίσης ο πατέρας του τέταρτου προέδρου της Κένυας, Ουχούρου Κενυάτα (ο οποίος ήταν κατηγορούμενος στο Διεθνές Δικαστήριο για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Απαλλάχτηκε λόγω έλλειψης στοιχείων.).  

Το διεθνές αεροδρόμιο του Ναϊρόμπι, το Διεθνές Συνεδριακό Κέντρο Κενυάτα και κεντρικοί δρόμοι σε πολλές πόλεις και κωμοπόλεις της Κένυας, πολλά σχολεία, δύο πανεπιστήμια, νοσοκομείο, αγορές και συγκροτήματα κατοικιών φέρουν το όνομά του. Προς τιμήν του έχει στηθεί άγαλμα στο κέντρο της πόλης του Ναϊρόμπι καθώς και μνημεία σε όλη την Κένυα.


Πηγές  1 2

Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2016

Το χαμίνι-φωτογραφικό αφιέρωμα

Φωτογραφικό αφιέρωμα σε μια υπέροχη ταινία-"Το χαμίνι" του Τσάρλι Τσάπλιν. Ταινία του 1921, στην οποία παραγωγός, σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής είναι ο Τσάρλι Τσάπλιν. Ήταν μια τεράστια επιτυχία, η δεύτερη σε εισπράξεις στην εποχή της και μία από τις πρώτες ταινίες που συνδύαζε κωμικές στιγμές με δραματικά στοιχεία. Θεωρείται ευρέως μία από τις καλύτερες ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου.

Η ταινία ξεκινά με την εξής φράση: "Μια εικόνα με ένα χαμόγελο - και ίσως, ένα δάκρυ". 
Λίγα λόγια για την υπόθεση:
Ένας φτωχός τζαμτζής βρίσκει ένα έκθετο μωρό και αποφασίζει να το κρατήσει. Καθώς μεγαλώνει το κάνει συνεργάτη του στις μικροαπατεωνιές του-σπάνε τζάμια πετώντας πέτρες και μετά τα επισκευάζει κερδίζοντας τα προς το ζην. Στο μεταξύ, η μητέρα του παιδιού, πλούσια πλέον και διάσημη τραγουδίστρια, το αναζητά και κατορθώνει να το βρει και να το πάρει. Η ταινία καταλήγει με μια συγκινητική επανασύνδεση του φτωχού τζαμά με το παιδί.

Το 2011, η ταινία επιλέχθηκε από τη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου των ΗΠΑ, τη μεγαλύτερη και πλουσιότερη βιβλιοθήκη παγκοσμίως, για προστασία από το Εθνικό Μητρώο Κινηματογράφου των ΗΠΑ, λόγω της πολιτιστικής, ιστορικής και αισθητικής σημασίας της.

Ασπρόμαυρες φωτογραφίες, βωβός κινηματογράφος-ένα ανοιχτό παράθυρο σε μια άλλη εποχή, περασμένη. 
Ξεχασμένη;;;
















Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2016

Dance me to the end of love

Ένα τραγούδι κόντρα στη φρίκη του ναζισμού


Είναι ένα τραγούδι που πολλοί απ’ όσους το άκουσαν το ερωτεύτηκαν ίσως περισσότερο κι απ’ τον άνθρωπο που του το αφιέρωσαν. Η μυσταγωγία της μελωδίας, η αισθαντικότητα των φωνών, η αναγλυφότητα των συναισθημάτων, ο κραδασμός των αισθήσεων, σε ταξιδεύουν τόσο μακριά απ’ τη λογική, τόσο βαθιά στο κέντρο του σύμπαντος της ανθρώπινης «ολότητας», αυτής της αίσθησης του αέναου, του ανέπαφου, του αμόλυντου, του αθάνατου, που σου υπόσχεται ο έρωτας, τόσο που σε κάνει να νιώθεις πως κανείς ποτέ δεν ανακάλυψε ούτε θα ανακαλύψει, δεν γεύτηκε ούτε θα γευτεί, δεν ρίγησε ούτε θα ριγήσει, δεν διαλύθηκε ούτε θα διαλυθεί για τον έρωτα όπως εσύ. Πως κανείς δεν ένιωσε αυτό το απόκοσμο χάδι, που άλλοτε μοιάζει ουρανός άλλοτε ανάσα της αβύσσου, άλλοτε φωτιά των αισθήσεων άλλοτε σκίρτημα θανάτου, τόσο έντονα όσο εσύ, τόσο έντονα όπως αυτό το τραγούδι σε κάνει να νιώθεις στο πετσί σου καθώς ξορκίζει το θάνατο, αφού κάθε έρωτας, κάθε οργασμός των αισθήσεων, είναι ένας μικρός θάνατος – και γι’ αυτό άλλωστε ο έρωτας αυτή η «ανδρόγυνος» οντότητα είναι η μόνη εν ζωή αθανασία, ο μόνος μάγος που μπορεί πάντα με το ίδιο, με αυτό το ένα και μοναδικό του ξόρκι, να νικάει το φθαρτό.  

Και γι’ αυτό ο έρωτας κι ο θάνατος που ξεχειλίζουν από τούτο το απόκοσμης ομορφιάς τραγούδι σε συνεπαίρνουν αμέσως, ρίχνοντάς σε στην αγκαλιά αυτού του παντοτινού ταγκό, του ρυθμού που αναδύθηκε από τα μπορντέλα της Αργεντινής για να κατακτήσει, να αλώσει ολοκληρωτικά, το σώμα της Δύσης.  

Όμως σε τούτο το τραγούδι του έρωτα, ο θάνατος είναι πολύ πιο παρών, πιο εφιαλτικά αδυσώπητος, απ’ ό,τι θα φανταζόταν ποτέ κανείς… Η ψυχρή του ανάσα είναι διάχυτη παντού. Η αλήθεια του παγώνει το καυτό φιλί των εραστών, αφυδατώνει την υγρασία των αισθήσεων, επισκιάζει τα χρώματα του πάθους παύει την πανδαισία των αγγιγμάτων.  

Γιατί το «Dance me to the end of love» δεν είναι ένα τραγούδι γραμμένο για εραστές όπως νομίζουν όσοι ριγούν στο άκουσμά του…    

Το τραγούδι αυτό είναι κυριολεκτικά, ένα ξόρκι θανάτου. Ένα αληθινό αντίδοτο αγωνίας στο δηλητήριο της κτηνωδίας από άνθρωπο σε άνθρωπο. Ένα βάλσαμο ανάμνησης στο μαρτύριο της φρίκης που έζησαν εκατομμύρια άνθρωποι, όλοι εκείνοι που εξοντώθηκαν στα κρεματόρια του ναζισμού.  

Είναι ένα τραγούδι γεμάτο επιθανάτιες κραυγές ενός παράλογου μαρτυρίου, στοιχειωμένο από το κλάμα των παιδιών, από τη κραυγή των σημαδεμένων, από τον ψίθυρο των σκελετωμένων που δεν είχαν πια φωνή, από το ανατριχιαστικό σύρσιμο των νεκροζώντανων που περίμεναν μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα, μέσα στην εξαθλίωση, την αγωνία, το μαρτύριο, το τέλος τους.  

Είναι ποτισμένο από εκείνη τη φρικτή μυρωδιά της καμμένης σάρκας, από τον παραλογισμό του ναζισμού –του ναζισμού που αναβιώνει σήμερα, γιατί η ιστορία επαναλαμβάνεται όχι σαν φάρσα πια αλλά σαν θέατρο του παραλόγου. 

Αυτό το τραγούδι είναι η φρίκη της απαίτησης να παίζουν μουσική, οι ίδιοι οι μελλοθάνατοι, στους διαδρόμους των στρατοπέδων, την ώρα που οι άλλοι περνούσαν μπροστά τους στην ουρά του Άουσβιτς, του Νταχάου, πηγαίνοντας από την ουρά της φρίκης, να θανατωθούν και να καούν στα κρεματόρια. Είναι όλα τα τελευταία βλέμματα που κοίταξαν τον κάθε Εβραίο μουσικό και το «φλεγόμενο βιολί» του, με την ιστορία ζωής, πόνου, που κουβαλούσε το καθένα απ’ αυτά, την ώρα που εκείνοι βάδιζαν προς το θάνατο, και την ίδια ώρα που ο συγκρατούμενός τους μουσικός υποχρεωνόταν από τους ναζί να παίζει κλασική μουσική στους διαδρόμους αυτής της γήινης κόλασης. 

Γιατί το «Dance me to the end of love» δεν είναι ένας χορός ως το τέλος της αγάπης, αλλά ένας χορός ως το τέλος της ύπαρξης, που εφορμώντας από τη γενεσιουργό πηγή του πάθους για τη ζωή, μπορεί εντέλει να αγκαλιάζει σφιχτά συμπαρασύροντας ως το θάνατο ακόμα και την ίδια την αγάπη. Γι’ αυτό ενώ είναι ένα τραγούδι που γεννήθηκε από το θάνατο, μπορεί να αγκαλιάζει, να δονεί τον έρωτα και τη ζωή…  

Γιατί, σύμφωνα με το δημιουργό του Leonard Cohen όπως διηγήθηκε κάποτε χαρακτηριστικά γι’ αυτό «Είναι παράξενος ο τρόπος που γεννιέται ένα τραγούδι, κάθε τραγούδι έχει κάποιου είδους σπόρο, που κάποιος βάζει στο χέρι σου ή ο ίδιος ο κόσμος βάζει στο χέρι σου, και γι’ αυτό η διαδικασία είναι τόσο μυστήρια για το πώς γράφεται ένα τραγούδι. Όμως το συγκεκριμένο ήρθε για μένα απλά επειδή γνώριζα ή άκουγα ότι δίπλα στα κρεματόρια, σε κάποια στρατόπεδα θανάτου υπήρχε μία ομάδα μουσικών, που αποτελούνταν από ένα κουαρτέτο εγχόρδων, οι οποίοι υποχρεώνονταν να παίζουν κάθε φορά που εξελισσόταν η διαδικασία αυτής της φρίκης. Και αυτούς τους ανθρώπους που έπαιζαν, τους περίμενε η ίδια τρομακτική μοίρα. Και υποχρεώνονταν να παίζουν κλασική μουσική,την ώρα που οι συγκρατούμενοί τους θανατώνονταν και καίγονταν. Αυτή η μουσική λοιπόν το “χόρεψέ με στην ομορφιά σου με ένα φλεγόμενο βιολί” εννοεί συμβολικά σαν ομορφιά το τέλος της ύπαρξης, και το στοιχείο του πάθους που διέπει κάθε ολοκλήρωση. Όμως αυτή είναι η ίδια γλώσσα που χρησιμοποιούμε για την απόλυτη παράδοση στον αγαπημένο ή στην αγαπημένη μας, έτσι ώστε σ’ ένα τραγούδι να μην είναι σημαντικό εντέλει να γνωρίζει κανείς την απαρχή της γένεσής του, γιατί εάν και η ίδια η γλώσσα προέρχεται απ’ αυτή την γενεσιουργό πηγή πάθους, μπορεί να αγκαλιάσει οποιαδήποτε παθιασμένη ενέργεια». 

Σήμερα, λοιπόν, με αφορμή τη «Νύχτα των Κρυστάλλων» -το Πογκρόμ κατά των Εβραίων στις 9 Νοέμβρη του 1938 από τη ναζιστική Γερμανία…  …σήμερα «χόρεψέ με στην ομορφιά σου, με ένα φλεγόμενο βιολί», μία νότα, έναν ήχο, μια μελωδία, ένα όραμα που να κάψει επιτέλους τη φρίκη αυτού του κόσμου, να κάνει στάχτη την ασκήμια του, τον παραλογισμό του, το μάταιο και άσκοπο πόνο, το θρήνο για την ανθρωπιά που χάνει ξανά και ξανά στο λυκόφως της ντροπής της η ανθρωπότητα…  

Dance me to the end of love…