Λέει το ωραίο άνθος στην πεταλούδα τη χρυσή: Εσύ πετάς. 
Άλλη τού καθενός η μοίρα. Εγώ δεμένο με τη γη.

Όμως το ένα αγαπά το άλλο. Από τους ανθρώπους ζούμε μακριά. 
Μοιάζουμε εμείς τα δυό. Ίσως να ενωθούμε -ποιός ξέρει- μια βραδυά.

Ο αέρας ανυψώνει εσένα. Εγώ ζω εδώ, στη φυλακή. 
Τα φτερά σου θα'θελα η πνοή μου να τα μυρώνει η ευωδερή.

Ανήσυχη είσαι πάντα εσύ. Τρυγάς, συνέχεια, αυτόν η εκείνο τον ανθό. 
Εγώ είμαι έρημο κατάμονο τη σκιά σου μόνο βλέπω εγώ.

Ωστόσo φεύγεις εσύ. Γυρίζεις πάλι, ανάμεσα στα άνθη της αυγής. 
Γι' αυτό και ολόδακρο με βλέπεις, Φτερωτή, την ώρα της αυγής.

Θέλεις μια μεγάλη αγάπη, αληθινή; Θέλεις έναν έρωτα βαθύ; 
Ρίζωσε κοντά μου. Ή ας μου δώσεις τα φτερά σου εσύ!
Βίκτωρ Ουγκώ