«Θα σου δώσω μια να σπάσεις
 αχ βρε κόσμε γυάλινε
 και θα φτιάξω μια καινούργια
 κοινωνία άλληνε...». 

«Σαν τον αϊτό είχα φτερά και πέταγα πολύ ψηλά
 μα ένα χέρι λατρεμένο, ένα χέρι λατρευτό
 μου τα κόβει τα φτερά μου, για να μην ψηλά πετώ
 Είμ' αϊτός χωρίς φτερά χωρίς αγάπη και χαρά...».

 «Δυο πόρτες έχει η ζωή
 άνοιξα μια και μπήκα
 σεργιάνισα ένα πρωινό
 κι ώσπου να 'ρθεί το δειλινό
 από την άλλη βγήκα...»


Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου (1893- 7 Ιανουαρίου 1972) υπήρξε μια από τις σημαντικότερες στιχουργούς του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού. Γεννήθηκε στο Αιδίνι της Μικράς Ασίας, αναγκάστηκε όμως να έλθει στην Ελλάδα μετά την μικρασιατική καταστροφή.
Ζώντας μια έντονη και περιπετειώδη ζωή, στην Ελλάδα αρχικά σταδιοδρόμησε ως ηθοποιός, δασκάλα και ποιήτρια, ενώ αργότερα αναδείχθηκε σε σπουδαία λαϊκή στιχουργό. Ξεκίνησε να γράφει στίχους το 1948 εξαναγκαζόμενη από το προσωπικό της πάθος (χαρτοπαιξία), τροφοδοτώντας με αυτό τον τρόπο, έναντι ευτελούς οικονομικής αμοιβής, όλους τους επώνυμους συνθέτες της εποχής της με αριστουργηματικά τραγούδια.
Η ζωή της πολυτάραχη, γεμάτη με εντάσεις, βάσανα, πάθη, καημούς, λύπες, χαρές. Η ίδια ήταν πεισματάρα, ιδιότροπη, αθυρόστομή, πονηρή, καπάτσα, παθιασμένη, παρορμητική.
Πάμπολλα τραγούδια της έγιναν επιτυχίες. Στίχους της συναντάμε σε μια πλειάδα λαϊκών επιτυχιών:
Πήρα τη στράτα κι έρχομαι, Αντιλαλούνε τα βουνά, σε μουσική Τσιτσάνη,
Ηλιοβασιλέματα, Περασμένες μου αγάπες, σε μουσική Χιώτη,
Δυο πόρτες έχει η ζωή, Φεύγω με πίκρα στα ξένα, που τραγούδησε ο Καζαντζίδης,
Θα βρω μουρμούρη μπαγλαμά, Όνειρο απατηλό, σε μουσική Καλδάρα,
Συρματοπλέγματα βαριά, σε μουσική Μπακάλη,
Είμαι αϊτός χωρίς φτερά σε μουσική Χατζιδάκη,
Πετραδάκι-πετραδάκι, Του ντερβίση το πιοτό και Τι να σου κάνει μια καρδιά, σε μουσική που έγραψε ο Αντώνης Κατινάρης και άλλα πολλά.
Το πρώτο της τραγούδι που μελοποιήθηκε από τον Τσιτσάνη είναι το "Για μια γυναίκα χάθηκα", που γραμμοφωνήθηκε στις 15 Μαρτίου 1951, ενώ με παραγγελία του είχε γράψει τους στίχους για το γνωστό σε όλους πλέον τραγούδι "Τα καβουράκια"  του οποίου την τελική διαμόρφωση των στίχων, όπως τους γνωρίζουμε σήμερα, είχε ο Τσιτσάνης.

Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου ήταν μια από τις σπουδαιότερες στιχουργούς, η οποία χάρη στο τρομακτικό ταλέντο της τροφοδότησε το ελληνικό λαϊκό τραγούδι με μεγάλο αριθμό εξαίρετων δημιουργιών, μερικές από τις οποίες θα παραμείνουν για πάντα άγνωστες, καθώς μόνο ένα μικρό μέρος αυτών που έγραψε είναι καταχωρημένο στο όνομά της. Η ίδια δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για την αναγνώριση του έργου της και για την είσπραξη δικαιωμάτων, με αποτέλεσμα, παρά την επιτυχία των τραγουδιών της, να πεθάνει φτωχή. 
Πουλούσε τα τραγούδια της για ελάχιστα χρήματα-σχεδόν τους χάριζε. Δεν την ενδιέφερε να κάνει καριέρα, ούτε η υστεροφημία της. Μόνο 160 τραγούδια υπάρχουν στο όνομά της. Πόσα όμως από τα τραγούδια που κυκλοφορούν είναι δικά της; Δύσκολο να απαντηθεί. Ειναι όμως κοινό μυστικό ότι πολλά είναι δικά της.
Λίγοι είναι αυτοί που της έδωσαν τα δικαιώματά της από τους στίχους της - φωτεινές εξαιρέσεις ο Απόστολος Καλδάρας και ο Μάνος Χατζιδάκις, που πάντα της έδιναν τα δικαιώματά της.
Να αναφέρουμε χαρακτηριστικά ότι το «Δυο πόρτες έχει η ζωή», σε μουσική κι ερμηνεία Στέλιου Καζαντζίδη, το πούλησε έναντι 250 δραχμών. Ο λαϊκός βάρδος είχε παραδεχτεί αργότερα δημοσίως ότι οι στίχοι του τραγουδιού ανήκαν στην Ε. Παπαγιαννοπούλου. Δε συνέβη, όμως, το ίδιο με άλλους δημιουργούς. Όταν η στιχουργός σε συνεντεύξεις της διεκδίκησε την πατρότητα των στίχων για τα «Καβουράκια», ο Βασίλης Τσιτσάνης βγήκε να τη διαψεύσει, αναφέροντας ότι ύστερα από παραγγελία του, του είχε πάει απλώς ένα προσχέδιο, το οποίο ο συνθέτης το άλλαξε... Πάντως, η ίδια δεν πρόλαβε να δει το όνομά της τυπωμένο δίπλα από τον τίτλο των τραγουδιών της...
Αγαπούσε τα δημοτικά τραγούδια και τη δημοτική παράδοση. Είχε αδυναμία στην ποίηση, στον Καββαδία, αλλά και στον Κρυστάλλη και στον Βάρναλη. Είχε διαβάσει πολύ ποίηση και αγαπούσε το διάβασμα και τη λογοτεχνία, για αυτό κι ο δικός της λόγος ήταν τόσο μεστός.
Η εγγονή της η Ρέα Μανέλη έχει πει για την γιαγιά της ότι έγραφε από πάντα. Σε συνέντευξή της στο περιοδικό "Μελωδία" (Ιούνιος 2000) έλεγε χαρακτηριστικά: "...έγραφε πάντα, αλλά δεν έδινε σημασία. Τα έγραφε και τα πέταγε, τα έσκιζε. Μπορούσε να έχει τελειώσει ένα στιχάκι και, επειδή δεν είχε σπίρτα, να του βάλει φωτιά στη σόμπα για να ανάψει το τσιγάρο της".
Ο Μάνος Ελευθερίου αναφέρει: "Είναι γνωστό ότι τα τραγούδια της τα πουλούσε για ελάχιστα χρήματα, όπως ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης (Τσάντας). Το κακό είναι ότι πουλούσε τραγούδια και σε άθλιους στιχουργούς που είχαν μια οικονομική επιφάνεια και καμώνονταν τους σπουδαίους... Κατόρθωσε το τρελό: να συνδυάσει ερωτικό και κοινωνικό τραγούδι σε τρία τετράστιχα. Ισως αυτό ήταν και η αποθέωσή της και ίσως το μυστικό της επιτυχίας της, κάτι που πολύ αργότερα το «δανείστηκαν» αρκετοί".
Η Ε. Παπαγιαννοπούλου, η μοναδική μαστόρισσα που με τις «σταυροβελονιές» των στίχων της τραγουδήθηκε από χιλιάδες, ή καλύτερα εκατομμύρια κόσμου, η «γριά» που πουλούσε τα τραγούδια της για πενταροδεκάρες, υπήρξε μια πολυδιάστατη, μοναδική προσωπικότητα. Πρωτοπόρα για την εποχή της, έζησε τη ζωή με πάθος, έγραψε με πάθος, προσφέροντας στο λαϊκό μας πολιτισμό στίχους μοναδικούς, αθάνατους.
"Εγώ γράφω τραγούδια και τα πουλώ. Από κει και πέρα δεν ανακατεύομαι αν θα πιάσουν ή όχι, αν θα βγουν ή δε θα βγουν σε δίσκους. Μόλις τα παραδώσω, υπογράφω και μια δήλωση παραιτήσεως από διάφορα δικαιώματα, ας πούμε απαρνούμαι τα πνευματικά μου τέκνα...", δήλωνε σε συνέντευξή της ( εφημερίδα Ακρόπολις ) το 1960.

«Κάθησε. Μπορεί να είναι η τελευταία μου συνέντευξη και θέλω να τα πω όλα. Ξέρεις με τόσα σουξέ γιατί δεν αξιοποιήθηκα οικονομικώς; Γιατί μετά το θάνατο της κόρης μου το 1960, για να ξεχάσω στράφηκα στα χαρτιά. Ήταν η καταστροφή μου. Ξενύχτια, εμπνεύσεις, μόχθος, χάθηκαν πάνω στην πράσινη τσόχα. Όλα έγιναν καπνός.»  
Συνέντευξη στον Δημήτρη Λυμπερόπουλο.                                                                                                                        
Πηγές 1 2 3 4 5